-
1 εὐχετάομαι
A pray,θεοῖσι.. μεγάλ' εὐχετόωντο ἕκαστος Il.8.347
, 15.369;Κρονίωνι.. εὐχετάασθαι 6.268
; , cf. Od.8.467.II boast, profess, c. inf., τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; Od.1.172, etc.; with inf. omitted, A.R.1.189, Orph.A. 289; brag,ἵνα μή τις.. εὐχετόῳτ' ἐπέεσσι Il.12.391
; ;μὰψ αὔτως εὐχετάασθαι 20.348
; κταμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάασθαι to glory over them, Od.22.412.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχετάομαι
-
2 εὐχετάομαι
εὐχετάομαι ( εὔχομαι), opt. εὐχετοῴμην: pray or offer obeisance, τινί, boast; εὐχετόωντο θεῶν Διὶ Νέστορί τ ἀνδρῶν, Il. 11.761, Od. 8.467; ὑπέρβιον, αὔτως εὐχετάασθαι, Il. 17.19, Il. 20.348; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωνται, Od. 1.172 (see εὔχομαι).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐχετάομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий